κρεοδαίτης

κρεοδαίτης
κρεοδαίτης, ὁ, θηλ. κρεοδαῑτις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στις δημόσιες ευωχίες («κρεοδαίτης δὲ ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῡσιν», Πολυδ.)
2. φρ. «κρεοδαῑτις ἀρχή» — το επάγγελμα τού κρεοδαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)-* + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. γεω-δαίτης, χρηματο-δαίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεοδαίτην — κρεοδαίτης distributor of meat masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίτης — δαίτης, ο (Α) ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ). ΣΥΝΘ. γεωδαίτης αρχ. αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης] …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

  • κρεοδαισία — και κρεαδοσία, ἡ (Α) [κρεοδαίτης] η διανομή τού κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κρεοδαιτώ — και κρεαδοτῶ, έω (Α) [κρεοδαίτης] κόβω και διαμοιράζω το κρέας …   Dictionary of Greek

  • κρεοδότης — κρεοδότης, ὁ (Α) κρεοδαίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης, χρησμο δότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”